ΛΑΠΑΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΧΟΛΟΚΥΣΤΕΚΤΟΜΗ
Η χολοκυστεκτομή είναι είναι η πιο κοινή ενδοκοιλιακή διαδικασία που εκτελείται στις δυτικές χώρες. Ο Carl Langenbuch πραγματοποίησε την πρώτη επιτυχημένη χολοκυστεκτομή το 1882, και για πάνω από 100 χρόνια, ήταν η τυπική θεραπεία για τη συμπτωματική χολολιθίαση. Η ανοικτή χολοκυστεκτομή ήταν επίσης μια ασφαλής και αποτελεσματική θεραπεία για την οξεία και χρόνια χολοκυστίτιδα. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1985 ο Erich Muhe, στο Böblingen της Γερμανίας, πραγματοποίησε την πρώτη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Το 1988, η τεχνική επανεισήχθη από τους Dubois, Mouret, και Périssat στη Γαλλία και γρήγορα έφερε την επανάσταση στη θεραπεία των χολόλιθων. Η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή είναι μια ελάχιστα επεμβατική διαδικασία, με ελάχιστο πόνο και ουλές, και ταχεία επιστροφή σε πλήρη δραστηριότητα.
Σήμερα η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή είναι η θεραπεία επιλογής όχι μόνο για τη συμπτωματική χολολιθίαση αλλά και για μια σειρά νόσους της χοληδόχου κύστης. Απόλυτες αντενδείξεις για τη διαδικασία αυτή είναι η ανεξέλεγκτη διαταραχή της πηκτικότητας και η τελικού σταδίου ηπατική νόσος. Παλαιότερες σχετικές αντενδείξεις όπως η οξεία χολοκυστίτιδα, η γάγγραινα και το εμπύημα της χοληδόχου κύστης, τα χολο-εντερικά συρίγγια, η παχυσαρκία, η εγκυμοσύνη, η κίρρωση και η προηγούμενη επέμβαση στην άνω κοιλιακή χώρα έχουν πλέον ξεπεραστεί.
Ασθενείς με υποτροπιάζουσα συμπτωματολογία χοληφόρων δύο ή περισσότερες φορές, η χολοκυστεκτομή είναι δικαιολογημένη. Σε εγκύους (κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου κυήσεως), παιδιά και ηλικιωμένους η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή είναι ασφαλής και αποτελεσματική προσέγγιση.
Η συμπτωματική χολολιθίαση μπορεί να εμφανίσει επιπλοκές. Αυτές περιλαμβάνουν την οξεία χολοκυστίτιδα, χοληδοχολιθίαση με ή χωρίς χολαγγειίτιδα, λιθιασική παγκρεατίτιδα, χολοκυστο-χοληδοχο συρίγγιο, χολοκυστο-δωδεκαδακτυλικο ή χολοκυστο-εντερικο συρίγγιο (που μπορει να οδηγήσει σε ειλεο εκ χολολιθων) και καρκίνωμα της χοληδόχου κύστης.
Επειδή λίγοι ασθενείς θα αναπτύξουν επιπλοκές, χωρίς προηγούμενη συμπτωματολογία, η προφυλακτική χολοκυστεκτομή σε ασυμπτωματικά άτομα με χολόλιθους σπάνια ενδείκνυται. Για ηλικιωμένους ασθενείς με διαβήτη, για ασθενείς προς μεταμόσχευση , για τα άτομα που θα απομονωθούν από την ιατρική περίθαλψη για εκτεταμένες χρονικές περιόδους, και πληθυσμούς με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου της χοληδόχου κύστης, η προφυλακτική χολοκυστεκτομή μάλλον έχει θέση.
Η πορσελανοειδής χοληδόχος κύστη, μια σπάνια προ κακοήθης κατάσταση στην οποία το τοίχωμα της χοληδόχου κύστης ασβεστοποιειται, αποτελεί απόλυτη ένδειξη για χολοκυστεκτομή.
Ο ύδρωπας της χοληδόχου κύστης μπορεί να οδηγήσει σε οίδημα του τοιχωματος της, φλεγμονή και διάτρηση. Σε ύδρωπα η έγκαιρη χολοκυστεκτομή γενικά υποδεικνύεται για την αποφυγή επιπλοκών.
Η αλκαλική χολοκυστίτιδα είναι μια αγνώστου αιτιολογίας οξεία φλεγμονή της χοληδόχου κύστης που μπορεί να συμβεί χωρίς χολόλιθους κυρίως σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς στη μονάδα εντατικής θεραπείας, σε ασθενείς που λαμβάνουν παρεντερική διατροφή, με εκτεταμένα εγκαύματα, σήψη, μεγάλες εγχειρήσεις, πολυτραυματίες, ή σε παρατεταμένες ασθένειες με πολυοργανική ανεπάρκεια.
Στους ασθενείς με οξεία χολοκυστίτιδα αρχικά θα πρέπει να χορηγηθούν IV υγρά, αντιβιοτικά, και αναλγησία. Τα αντιβιοτικά θα πρέπει να καλύπτουν gram-αρνητικά αερόβια, καθώς και αναερόβια. Η χολοκυστεκτομή είναι η οριστική θεραπεία για την οξεία χολοκυστίτιδα.
Για εκείνους που είναι ακατάλληλοι για χειρουργική επέμβαση σε πρώτο χρόνο, μια διαδερμική ή ανοιχτή χολοκυστοστομία μπορεί να εκτελεστεί. Η χολοκυστοστομία γίνεται σπάνια σήμερα, αλλά μερικές φορές είναι μια αναγκαιότητα
Ένδειξη χολοκυστεκτομής έχουν οι πολύποδες> 10 mm.
Οι Τ1 όγκοι σε καρκίνο της χοληδόχου κύστεως συνήθως εντοπίζονται παρεμπιπτόντως, μετά από χολοκυστεκτομή για νόσο χολολίθων. Υπάρχει σχεδόν καθολική συμφωνία ότι απλή χολοκυστεκτομή είναι η κατάλληλη θεραπεία για T1 βλάβες Δεν ισχύει το ίδιο για >Τ1 όγκους όπου απαιτούνται ευρύτερες εκτομές. Αν υπάρχουν κλινικές ενδείξεις και εργαστηριακές – απεικονιστικές αποδείξεις συνυπάρχουσας χοληδοχολιθίασης διενεργείται σφιγκτηροτομή και καθαρισμός του κοινου χοληδόχου πόρου μέσω ERCP και ακολουθεί λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή.